- λαγόπους
- -ουν και λαγώπους, -ουν (Α λαγώπους, -ουν)1. λαγοπόδαρος, αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τού λαγού2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λαγόπους ή λαγώπουςγένος ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας φασιανίδες, τού οποίου στην Ελλάδα ζουν δύο είδη κοινώς γνωστά ως βουνοκονόκοτα και βαλτοκονόκοτααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ λαγόπουντο φυτό τριφύλλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + πούς (πρβλ. ελαφό-πους, ελεφαντό-πους)].
Dictionary of Greek. 2013.